- υδατοστρόβιλος
- ο1) водоворот; 2) см. υδροστρόβιλος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδατοστρόβιλος — ο 1. περιστροφική κίνηση νερού, δίνη, ρουφήχτρα, ρούφουλας. 2. μηχανικός στρόβιλος που κινείται με νερό, υδατοστρόβιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδατοστρόβιλος — ο, Ν 1. στρόβιλος, δίνη νερού 2. μηχανικός στρόβιλος που κινείται με τη δύναμη νερού, υδροστρόβιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ύδατος + στρόβιλος] … Dictionary of Greek